- βλαπτικούς
- βλαπτικόςhurtfulmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προστατευτικός — ή, ό / προστατευτικός, ή, όν, ΝΑ [προστατεύω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αυτόν που προστατεύει, σε προστάτη («προστατευτική διάθεση») νεοελλ. 1. αυτός που αποβλέπει σε προστασία, που έχει ως σκοπό την προστασία («προστατευτικό κάλυμμα») 2.… … Dictionary of Greek